πολυγόνατος
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
πολυγόνατον,
A having many joints, Dsc.1.14, al.
II Subst. πολυγόνατον, τό, sealwort, Polygonatum multiflorum, Id.4.6.
2 = λευκάκανθα 2, Id.3.19, Plin.HN22.40.
3 = πολύγονον ἄρρεν, Ps.-Dsc.4.4.
4 = πολύκνημον, Dsc.3.94.
Greek Monolingual
-ον, ΝΑ
το ουδ. ως ουσ. το πολυγόνατο(ν)
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη λιλιώδη, οικογένεια λιλιίδες
αρχ.
1. (για φυτό) αυτό που έχει πολλά γόνατα, πολλούς κόμβους
2. το ουδ. ως ουσ. α) το φυτό λευκάκανθα
γ) το φυτό πολύκνημο
δ) το φυτό πολύγονο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γόνατος (< γόνυ, γόνατος «κόμβος»), πρβλ. ολιγο-γόνατος. Τη λ. δανείστηκαν και ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. polygonatum].