ὀθονιακός

From LSJ
Revision as of 10:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀθονιακός Medium diacritics: ὀθονιακός Low diacritics: οθονιακός Capitals: ΟΘΟΝΙΑΚΟΣ
Transliteration A: othoniakós Transliteration B: othoniakos Transliteration C: othoniakos Beta Code: o)qoniako/s

English (LSJ)

ὁ,
A dealer in ὀθόνη, POxy.933.33 (ii A. D.), IGRom.4.246 (Alexandria Troas), PLips.39.3 (iv A. D.), Dig.50.4.18.12.
II ὀθονιακόν, τό, tax on cloth, πραγματευτὴς ὀθονιακοῦ Sammelb. 5941.3 (vi A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀθονιακός: -ή, -όν, ὁ εἰς ὀθόνιον ἀνήκων, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὀθονιακός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οθόνιον, στο ύφασμα, στο ένδυμα
2. το αρσ. ως ουσ.ὀθονιακός
ο έμπορος υφασμάτων
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀθονιακόν
φόρος που καταβαλλόταν για τα υφάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀθόνη / ὀθόνιον + κατάλ. -ιακός (πρβλ. σεληνιακός)].