φιλύρινος

From LSJ
Revision as of 10:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλύρῐνος Medium diacritics: φιλύρινος Low diacritics: φιλύρινος Capitals: ΦΙΛΥΡΙΝΟΣ
Transliteration A: philýrinos Transliteration B: philyrinos Transliteration C: filyrinos Beta Code: filu/rinos

English (LSJ)

η, ον, of lime wood, σανίς Hp.Art.47, cf. Ostr.Bodl.iii 267 (i A. D.), D.C.67.15, Heliod. (Leonid.Sch.) ap.Orib.44.20.74; light as lime wood, of Cinesias, Ar.Av.1377, cf. Sch.adloc.; but Ath.12.551d thinks it means that he wore stays of lime wood.

German (Pape)

[Seite 1289] von der Linde, von Lindenholz, Lindenbast, leicht wie Lindenholz, Ar. Av. 1378, vgl. Ath. XII, 551.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 de tilleul;
2 léger ou mince comme l'écorce du tilleul.
Étymologie: φιλύρα.

Russian (Dvoretsky)

φῐλύρῐνος: (ῠ) досл. липовый, ирон. легкий или тонкий как липовое лыко Arph.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλύρῐνος: [ῠ], -η, -ον, ὁ ἐκ φιλύρας, «ἀπὸ φλαμοῦρι», σανὶς Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813· κοῦφος, ἐλαφρὸς ὡς ξύλον ἐκ φιλύρας, ἐπὶ τοῦ Κινησίου, «ὡς εὐτελῆ καὶ κοῦφα ποιοῦντα, τοιοῦτον γὰρ τὸ ξύλον, κοῦφον καὶ ἐλαφρόν» Σχόλ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 1377, Εὐφρόνιος παρὰ τῷ Σχολ.· ἀλλ’ ὁ Ἀθήναιος λέγει 551D «διὰ τὸ φιλύρας τοῦ ξύλου λαμβάνοντα σανίδα συμπεριζώννυσθαι, ἵνα μὴ κάμπτηται διά τε τὸ μῆκος καὶ τὴν ἰσχνότητα».

Spanish

de madera de tilo, madera de tilo

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α
1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο φιλύρας («φιλυρίνη σανίς», Ιπποκρ.)
2. ελαφρός, κούφιος, όπως το ξύλο της φιλύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλύρα + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].

Greek Monotonic

φῐλύρῐνος: [ῠ], -η, -ον, αυτός που προέρχεται από τη φλαμουριά ή τη φιλύρα, ελαφρύς όπως το ξύλο της φιλύρας, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

φῐλῠ́ρῐνος, η, ον
of the lime or linden tree, light as linden wood, Ar.

English (Woodhouse)

of the lime tree

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

-ον 1 de madera de tilo de una capilla κείσθω δὲ τὸ ζῴδιον ἐν ναῷ φιλυρίνῳ la figura debe estar en una capilla de madera de tilo P V 392 2 subst. τὸ φ. madera de tilo para escribir εἰς φιλύρινον γράψον κινναβάρει τὸ ὄνομα τοῦτο en madera de tilo escribe con cinabrio este nombre P IV 2695