νεφώδης

From LSJ
Revision as of 10:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφώδης Medium diacritics: νεφώδης Low diacritics: νεφώδης Capitals: ΝΕΦΩΔΗΣ
Transliteration A: nephṓdēs Transliteration B: nephōdēs Transliteration C: nefodis Beta Code: nefw/dhs

English (LSJ)

νεφώδες,
A = νεφοειδής, like a cloud, Str.3.2.7.
II cloudy, bringing clouds, ὁ νότος Arist.Pr.942a35.
2 of the voice, husky, Id.Aud.800a14.

German (Pape)

ες, = νεφελοειδής, Arist. und Folgde.

Russian (Dvoretsky)

νεφώδης:
1 нагоняющий тучи, облачный (ὁ Νότος Arst.);
2 (как бы) окутанный облаком, т. е. приглушенный, глухой (φωνή Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

νεφώδης: -ες, = νεφοειδής, ὅμοιος πρὸς νέφος, Στράβ. 145. ΙΙ. συννεφώδης, ἐγείρων ἢ φέρων σύννεφα, ὁ νότος Ἀριστ. Προβλ. 26. 20. 2) ἐπὶ τῆς φωνῆς, ὁ αὐτ. π. Ἀκουστ. 3.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ νεφώδης, -ῶδες) νέφος
1. όμοιος με νέφος, νεφοειδής
2. αυτός που προκαλεί συννεφιά, που φέρνει σύννεφα («διὰ τί ὁ νότος ὅταν μὲν ἐλάττων ἦ, αἴθριός ἐστιν, ὅταν δὲ μέγας, νεφώδης», Αριστοτ.)
νεοελλ.
καλυμμένος με νέφη, συννεφιασμένος
αρχ.
(για φωνή) βραχνή, βαθιά («τῶν δὲ φωνῶν τυφλαί... καὶ νεφώδεις ὅσαι τυγχάνουσιν αὐτοῦ καταπεπνιγμέναι», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

νεφώδης: -ες (νέφος), = νεφοειδής, όμοιος με νέφος, σε Στράβ.

Middle Liddell

νεφ-ώδης, ες νέφος = νεφοειδής, Strab.]