ἰσόχρυσος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ἰσόχρυσον,
A like gold, worth its weight in gold, Archipp.49, Archestr.Fr.15.3.
II ἰσόχρυσον, τό, name of an eyesalve, CIL13.10021.85, Gal.12.785.
German (Pape)
[Seite 1268] goldgleich, dem Golde an Werth gleich, mit Gold aufgewogen; κάπρος Archestrat. bei Ath. VII, 305 e; Archipp. Poll. 6, 174.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόχρῡσος: -ον, ἴσος χρυσῷ, ἔχων ἀξίαν ἴσου βάρους χρυσοῦ, Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 8, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 305Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 1227.
Greek Monolingual
ἰσόχρυσος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει αξία ίση με ίσο βάρος χρυσού
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόχρυσον
ονομασία αλοιφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -χρυσός (< χρυσός), πρβλ. ολιγόχρυσος, ψευδόχρυσος].