μολύβδεος
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
α, ον, contr. μολυβδοῦς, μολυβδῆ, μολυβδοῦν, leaden, δελφίς Pherecr.12, cf. Theophrastus De Odoribus 41, IG22.1012.43, PCair.Zen.89.4 (iii B.C.), Ph.Bel.99.23 (-λιβδ- codd.), etc.
German (Pape)
[Seite 200] zsgzgn μολυβδοῦς, ῆ, οῦν, bl eiê rn; Theophr.; Luc. Iup. trag. 47 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μολύβδεος: -α, -ον, συνῃρ. -οῦς, ῆ, οῦν, ὁ ἐκ μολύβδου, μολύβδινος, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 43.
Greek Monolingual
μολύβδεος και μολίβδεος, -έα, -ον και συνηρ. μολυβδοῦς και μολιβδοῦς, -ή, -οῦν (Α)
μολύβδινος, από μόλυβδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + επίθημα -εος (πρβλ. αργύρεος, χρύσεος). Ο τ. μολίβδεος < μόλιβδος].