ἀπόπολις

From LSJ
Revision as of 10:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόπολις Medium diacritics: ἀπόπολις Low diacritics: απόπολις Capitals: ΑΠΟΠΟΛΙΣ
Transliteration A: apópolis Transliteration B: apopolis Transliteration C: apopolis Beta Code: a)po/polis

English (LSJ)

poet. ἀποποίπτολις, ι, gen. ιδος and εως, far from the city, banished, ἀ. ἔσει A.Ag.1410 (lyr.), cf. S.OT1000, OC208, E.Hyps. Fr.44; ἀπόπτολιν ἔχειν τινά S.Tr.647 (lyr.).

Spanish (DGE)

-εως
• Alolema(s): ἀπόπτολις S.OC 208, OT 1000, Tr.647, E.Fr.70 p.24 Bond
ausente, desterrado, exiliado de la ciudad, ἀπόπολις δ' ἔσῃ, μῖσος ὄβριμον ἀστοῖς A.A.1410, cf. S.ll.cc., E.l.c.

German (Pape)

[Seite 320] (fern von der Stadt) entfernt, Aesch. Ag. 1884. S. ἀπόπτολις.

French (Bailly abrégé)

(ὁ, ἡ)
banni de la cité, exilé.
Étymologie: ἀπό, πόλις.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόπολις: поэт. ἀπόπτολις, ιδος и εως adj. изгнанный из страны Aesch., Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόπολις: ποιητ. ἀπόπτολις, ι, γεν. -ιδος καὶ -εως: ― μακρὰν τῆς πόλεως, ἐξόριστος, ἀπ. ἔσει Αἰσχύλ. Ἀγ. 1410, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1000, Ο. Κ. 208˙ ἀπόπτολιν ἔχειν τινά, ὁ αὐτ. Τρ. 674, πρβλ. ἀγχίπολις.

Greek Monolingual

ἀπόπολις κ. -πτολις, (-ιδος κ. -εως), ο, η (Α)
ο εξόριστος.

Greek Monotonic

ἀπόπολις: ποιητ. ἀπό-πτολις, -ι· γεν. -ιδος και -εως· αυτός που βρίσκεται μακριά από την πόλη του, εξόριστος, σε Αισχύλ., Σοφ.

Middle Liddell


far from the city, banished, Aesch., Soph.