προσαγωγίς
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
(sc. ναῦς), ίδος, ἡ,
A transport, PLille 21.8 (iii B. C.), PPetr.3p.257 (iii B. C., pl.).
II v. προσαγωγεύς.
German (Pape)
[Seite 747] ἡ, dor. ποταγωγίς, fem. von προσαγωγεύς, zw. L. bei Arist. polit. 5, 9, 3.
Russian (Dvoretsky)
προσᾰγωγίς: ίδος ἡ Arst. v.l. = ποταγωγίς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσαγωγίς -ίδος, ἡ, Dor. ποταγωγίς [προσάγω] provocatrice, spionne.