σημάδιον
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
English (LSJ)
τό,
A Glossaria on ἐνέχυρον, Sch.Ar.Pl.451, cf. Eust.1675.46.
II ensign, flag, [Polyaen.]6.38.10.
German (Pape)
[Seite 874] τό, = σημάτιον, zw., Lob. Phryn. 74.
Greek (Liddell-Scott)
σημάδιον: τό, = σημάτιον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 451, Εὐστ. 1675. 46. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 78-79.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. σημάδι.