Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μυλίτης

From LSJ
Revision as of 11:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht

Menander, Monostichoi, 64
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλίτης Medium diacritics: μυλίτης Low diacritics: μυλίτης Capitals: ΜΥΛΙΤΗΣ
Transliteration A: mylítēs Transliteration B: mylitēs Transliteration C: mylitis Beta Code: muli/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,
A = μυλίας, λίθος Gal.10.958,19.118, Procop.Aed.2.5.4.
II molar tooth, Gal.14.722.

German (Pape)

[Seite 217] ὁ, = μυλίας, – a) λίθος, Mühlstein, Hdn. 3, 1, 14. – b) ὀδούς, Backenzahn, wie μύλακροι.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλίτης: -ου, ὁ, = μυλίας, Γαλην. ΙΙ, 96Α. ― μ. ὀδούς, τραπεζίτης, Ἀνέκδ. Ὀξ. 3. 82.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μυλίτης)
1. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μύλη, σε μυλόπετραμυλίτης λίθος»)
2. τραπεζίτης, γομφίος
νεοελλ.
1. ο λίθος από τον οποίο κατασκευάζονται οι μυλόπετρες
2. μυλόπετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + επίθημα -ίτης (πρβλ. στυλ-ίτης)].