ὁμοεθνία
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ἡ, lit., descent from the same people or race: then, connection and sympathy of parts, Hp.Loc.Hom.1, Mul.2.174.
German (Pape)
[Seite 334] ἡ, das Abstammen von demselben Volk. – Bei Hippocr. der Zusammenhang und die Mitempfindung der Theile.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοεθνία: ἡ, κυριολεκτικῶς, καταγωγὴ ἐκ τοῦ αὐτοῦ ἔθνους ἢ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς· ― παρ᾿ Ἱππ., σχέσις καὶ συμπάθεια μερῶν, ― ὡς παρ᾿ αὐτῷ καὶ τὸ ἔθνος κεῖται ἀντὶ τοῦ μέρος, 408. 30., 663. 52.
Greek Monolingual
η (Α ὁμοεθνία, ιων. τ. ὁμοεθνίη) ομοεθνής
η καταγωγή από το ίδιο έθνος
νεοελλ.
το σύνολο τών ανθρώπων που ανήκουν σε ένα έθνος
αρχ.
η συμμετρία τών μερών του σώματος.