ἐπιχρόϊσις
From LSJ
Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt
English (LSJ)
-εως, ἡ, perhaps stains on clothes, Thphr. CP 2.5.4 codd. (pl.); cf. ἐπίχρωσις.
German (Pape)
[Seite 1005] ἡ, dasselbe, Theophr., v.l. ἐπίχρισις u. ἐπίχρωσις.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχρόϊσις: -εως, ἡ, ἐπίχρωσις, καθάπερ ἐπὶ τῶν καθαιρόντων καὶ ἐξαγόντων τὰς ἐπιχροΐσεις Θεόφρ. π. Αἰτ. Φυτ. 2. 5, 4, διάφ. γρ. ἐπίχρωσις.
Greek Monolingual
ἐπιχρόϊσις, ἡ (Α)
στίγμα, κηλίδα, λεκές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επι-χροΐζω. Παράλλ. τ. του επί-χρωσις].