ἐχμάζω
From LSJ
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
English (LSJ)
hold fast, hinder, Eust.904.4, Sch.E.Or.265, Hsch.; cf. ὀχμάζω.
German (Pape)
[Seite 1126] halten, zusammen-, zurückhalten, Hesych. u. Schol. Eur. Or. 254.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχμάζω: κρατῶ στερεῶς, κατέχω, κωλύω, ἐμποδίζω, Εὐστ. 904, 4, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 265, Ἡσύχ.· πρβλ. ὀχμάζω.
Greek Monolingual
(ΑΜ ἐχμάζω) έχμα
νεοελλ.
ναυτ. συγκρατώ κάτι με έχμα, μποτσάρω
μσν.-αρχ.
κρατώ κάτι στερεά, συγκρατώ, εμποδίζω, δεσμεύω, στηρίζω.