μορέα

From LSJ
Revision as of 11:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορέα Medium diacritics: μορέα Low diacritics: μορέα Capitals: ΜΟΡΕΑ
Transliteration A: moréa Transliteration B: morea Transliteration C: morea Beta Code: more/a

English (LSJ)

Ep. μορέη, ἡ, (μόρον) mulberry-tree, Morus nigra, Nic.Al.69, Fr.75, Gal.11.631.

German (Pape)

[Seite 207] ἡ, der Maulbeerbaum, Nic. Al. 69, Ath. II, 51, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

μορέα: ἡ, (μόρον) ὡς καὶ νῦν ἡ συκαμινέα, κοινῶς «μουρ~ιά», Νικ. Ἀλεξιφ. 69, πρβλ. Ἀθήν. 51Ε. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. 3, σ. 563.

Spanish

moral

Greek Monolingual

η (ΑΜ μορέα, Α επικ. τ. μορέη, Μ και μουρέα)
το δέντρο μουριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόρον + επίθημα -έα, που είναι εύχρηστο σε ονομασίες δέντρων και φυτών (πρβλ. μηλ-έα: μήλον, συκ-έα: σῦκον)].

Léxico de magia

ἡ bot. moral para tallar un Eros ἔχει δὲ καὶ πρᾶξις πάρεδρον, ὅς γίνεται ἐκ μορέας ξύλου· γίνεται δὲ Ἔρως πτερωτὸς χλαμύδα ἔχων tiene la práctica un asesor, que se hace con leña de moral: es un Eros alado con clámide P IV 1842