βιοθρέμμων
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
βιοθρέμμον, gen. ονος, life-supporting, πάντων Ar.Nu.570 (lyr.); φῦλα Orph.H.34.19.
Spanish (DGE)
-ον
creador de vida Αἰθέρα ... βιοθρέμμονα πάντων Ar.Nu.570, φῦλα Orph.H.34.19.
German (Pape)
[Seite 445] ον, Leben nährend, αἰθὴρ β. πάντων Ar. Nub. 561; φῦλα Orph. H. 33, 19.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui entretient la vie, nourricier.
Étymologie: βίος, τρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βιοθρέμμων -ον βίος, τρέφω voedend, met gen. obj.: Αἰθέρα... βιοθρέμμονα πάντων de Aether die alles voeding geeft Aristoph. Nub. 570.
Russian (Dvoretsky)
βιοθρέμμων: 2, gen. ονος питающий жизнь, животворящий (αἰθὴρ β. πάντων Arph.).
Greek Monolingual
βιοθρέμμων, -ον (ποιητ.) (Α)
αυτός που διατηρεί τη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + -θρεμμων < (θ) θρεπ-, έθρεψα, αόρ. του τρέφω (πρβλ. θεοθρέμμων, ολβοθρέμμων, κ.ά.)].
Greek Monotonic
βῐοθρέμμων: -ον (τρέφω), αυτός που διατηρεί τη ζωή, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
βιοθρέμμων: -ον, ὁ διατηρῶν τὴν ζωήν, πάντων Ἀριστοφ. Νεφ. 570.