οἰνοπόρος
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
English (LSJ)
οἰνοπόρον, flowing with wine, ποταμός Nonn. D. 40.238.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοπόρος: -ον, ὁ παρέχων οἶνον, ξανθὸν ὕδωρ πίνοντες ἀπ’ οἰνοπόρου ποταμοῖο Νόνν. Δ. 40. 238.
Greek Monolingual
οἰνοπόρος, -ον (Α)
αυτός στον οποίο ρέει κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -πόρος (< πόρος), πρβλ. οδοιπόρος.
German (Pape)
Wein darbietend, Nonn. D. 40.238.