σκληρόφυλλος

From LSJ
Revision as of 11:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληρόφυλλος Medium diacritics: σκληρόφυλλος Low diacritics: σκληρόφυλλος Capitals: ΣΚΛΗΡΟΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: sklēróphyllos Transliteration B: sklērophyllos Transliteration C: sklirofyllos Beta Code: sklhro/fullos

English (LSJ)

σκληρόφυλλον, with hard leaves, Thphr. HP 3.9.2 (Comp.).

Greek (Liddell-Scott)

σκληρόφυλλος: -ον, ὁ ἔχων σκληρὰ φύλλα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο / σκληρόφυλλος, -ον, ΝΑ
(για φυτά) αυτός που έχει σκληρά φύλλα
νεοελλ.
φρ. α) «σκληρόφυλλη βλάστηση»
βοτ. τύπος βλάστησης της οποίας τα φυτά έχουν χαρακτηριστικώς σκληρά, δερματώδη μόνιμα φύλλα τα οποία είναι προσαρμοσμένα έτσι ώστε να παρεμποδίζουν την απώλεια υγρασίας
β) «σκλη ρόφυλλο φυτό»
βοτ. φυτό που έχει μικρά, σκληρά, δερματώδη, κηρώδη και μόνιμα φύλλα για να αντέχει στην ξηρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -φυλλος (< φύλλον)].