ἀδιάπλαστος
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
English (LSJ)
ἀδιάπλαστον, as yet unformed, Pl.Ti.91d, cf. Suid. s.v. φρῦνος.
Spanish (DGE)
-ον
no conformado todavía ζῶα Pl.Ti.91d, βάτραχοι Sch.Nic.Th.620a, ἧπαρ Gal.4.662, σάρξ Gal.10.987, τὸ σπέρμα Athenag.Res.17.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάπλαστος: -ον, ὁ μήπω λαβὼν σχῆμα, Πλάτ. Τίμ. 91D, «ἀδιάπλαστος βάτραχος», Σουΐδ. ἐν λ. φρῦνος.
Russian (Dvoretsky)
ἀδιάπλαστος: неоформившийся, неразвитый (ζῷα Plat.).
German (Pape)
unausgebildet, ζῷα Plat. Tim. 91d.