ὑποστροβέω
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
English (LSJ)
agitate inwardly, ὑπ' αὖ με δεινὸς ὀρθομαντείας πόνος στροβεῖ A.Ag.1215.
Russian (Dvoretsky)
ὑποστροβέω: досл. кружить, перен. потрясать, волновать (τινα Aesch. - in tmesi).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποστροβέω: ταράσσω ἐσωτερικῶς, ὑπ’ αὖ με δεινὸς ὀρθομαντείας πόνος στροβεῖ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1215.
Greek Monotonic
ὑποστροβέω: ταράζω εσωτερικά, σε Αισχύλ.