ἀνεμοζάλη
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
[ζᾰ], ἡ, strong surging sea, Sch.Od.5.1 (pl.), Id.E. Ph.1154.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ mar gruesa Sch.Od.5.1, Sch.E.Ph.1154.
German (Pape)
[Seite 222] ἡ, stürmische Bewegung des Meeres, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμοζάλη: [ᾰ], ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἰσχυρὰ τρικυμία μετὰ δυνατοῦ ἀνέμου, Σχολ. εἰς Εὐρ., κτλ.
Greek Monolingual
η (Μ ἀνεμοζάλη)
1. κακοκαιρία, θύελλα, καταιγίδα
2. σύγχυση, αναστάτωση, αναταραχή
μσν.
τόπος καταραμένος, τόπος καταστροφής.