ἀνορέγω
From LSJ
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
English (LSJ)
hand up, of the elephant's use of his trunk, Arist.HA 497b28.
Spanish (DGE)
elevar, hacer subir, ἄνω Arist.HA 497b28.
Russian (Dvoretsky)
ἀνορέγω: протягивать вверх, поднимать (ἄνω τι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνορέγω: ἐκτείνω πρὸς τὰ ἄνω, ἐπὶ ἐλέφαντος μεταχειριζομένου τὴν προβοσκίδα αὑτοῦ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 6.
Greek Monolingual
ἀνορέγω (Α) [[[ορέγω]] «εκτείνω, προτείνω»]
(για τους ελέφαντες) σηκώνω την προβοσκίδα προς τα επάνω.