περίγλωσσος
From LSJ
ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra
English (LSJ)
περίγλωσσον, ready of tongue, eloquent, Pi.P.1.42.
German (Pape)
[Seite 571] sehr zungenfertig, Pind. P. 1, 41.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
éloquent, disert.
Étymologie: περί, γλῶσσα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίγλωσσος -ον [περί, γλῶσσα] welsprekend.
Russian (Dvoretsky)
περίγλωσσος: бойкий на язык или красноречивый Pind.
Greek (Liddell-Scott)
περίγλωσσος: -ον, ἑτοιμόγλωσσος, εὔγλωττος, Πινδ. Π. 1. 82.
English (Slater)
περίγλωσσος eloquent σοφοὶ καὶ χερσὶ βιαταὶ περίγλωσσοί τ' ἔφυν (P. 1.42)
Greek Monolingual
-ον, Α
1. ετοιμόλογος
2. εύγλωττος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -γλωσσος (< γλῶσσα)].
Greek Monotonic
περίγλωσσος: -ον (γλῶσσα), ετοιμόλογος, σε Πίνδ.