τῦκον
From LSJ
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
English (LSJ)
τό, Boeot. for σῦκον, Stratt.47.5, cf. Luc.Jud.Voc.8.
German (Pape)
[Seite 1160] τό, äol. u. dor. statt σῦκον; Strattis bei Ath. XIV, 622 a; VLL.
French (Bailly abrégé)
béot. c. σῦκον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τῦκον Boëot. voor σῦκον.
Russian (Dvoretsky)
τῦκον: τό беот. = σῦκον.
Greek (Liddell-Scott)
τῦκον: τό, Βοιωτ. ἀντὶ σῦκον, ὀνομάζετε... βέφυραν τὴν γέφυραν, τῦκα δὲ τὰ σῦκα Στράττις ἐν «Φοινίσσαις» 3, πρβλ. Λουκ. ἐν Δίκῃ Φωνηέντων 8.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(αιολ. και δωρ. τ.) βλ. σύκο.
Greek Monotonic
τῦκον: τό, Βοιωτ. αντί σῦκον.