ἀππέμψει
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
rare poet. contr. for ἀποπέμψει, Od.15.83.
Spanish (DGE)
v. ἀποπέμπω.
German (Pape)
[Seite 337] für ἀποπέμψει, Od. 15, 83.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. fut. épq. de ἀποπέμπω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀππέμψει: σπαν. ποιητ. συγκοπὴ ἀντὶ τοῦ ἀποπέμψει Ὀδ. Ο. 83.
English (Autenrieth)
see ἀποπέμπω.
Greek Monotonic
ἀππέμψει: Επικ. συνηρ. αντί ἀπο-πέμψει.