ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
Full diacritics: μελισσόφονος | Medium diacritics: μελισσόφονος | Low diacritics: μελισσόφονος | Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΦΟΝΟΣ |
Transliteration A: melissóphonos | Transliteration B: melissophonos | Transliteration C: melissofonos | Beta Code: melisso/fonos |
apiastra, i.e. μέροψ, Glossaria.
μελισσόφονος, ὁ (Α)
το πτηνό μέροψ, ο μελισσοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + -φόνος (< φόνος), πρβλ. ισόφονος].