κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
Full diacritics: γαστεροπλήξ | Medium diacritics: γαστεροπλήξ | Low diacritics: γαστεροπλήξ | Capitals: ΓΑΣΤΕΡΟΠΛΗΞ |
Transliteration A: gasteroplḗx | Transliteration B: gasteroplēx | Transliteration C: gasteropliks | Beta Code: gasteroplh/c |
πλῆγος, ὁ, glutton, Eust.1837.39.
γαστεροπλήξ (-πλῆγος), ο (Μ)
ο λαίμαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ (-έρος) + -πληξ < πλήσσω / πλήττω (πρβλ. αλιπλήξ, αστροπλήξ κ.ά.)].