Μεγαρόθεν
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
English (LSJ)
Adv. from Megara, Sus.1, Ar.V.57.
French (Bailly abrégé)
adv.
de Mégare.
Étymologie: Μέγαρα, -θεν.
German (Pape)
von Megara her, Plat. Phaedon. 59c.
Russian (Dvoretsky)
Μεγᾰρόθεν: adv. из Мегар Plat., Arph. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Μεγαρόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ Μεγάρων, Σουσαρίων 1, Ἀριστοφ. Σφ. 57.
Greek Monotonic
Μεγαρόθεν: επίρρ., από τα Μέγαρα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
from Megara, Ar.