ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Full diacritics: μῠολόγος | Medium diacritics: μυολόγος | Low diacritics: μυολόγος | Capitals: ΜΥΟΛΟΓΟΣ |
Transliteration A: myológos | Transliteration B: myologos | Transliteration C: myologos | Beta Code: muolo/gos |
ὁ, = μυοθήρας, Glossaria.
ο (Α μυολόγος)
μυοθήρας
νεοελλ.
επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη της υφής, της δομής και της λειτουργίας του μυϊκού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μυολόγος < μῦς, μυός «ποντικός» + -λόγος].