φαῦσις
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
-εως, ἡ, (φάω)
A lighting, illumination, τῆς γῆς LXX Ge.1.15, cf. Ju.13.13.
2 Astron. = φάσις, φ. ἐκ τῶν τοῦ ἡλίου αὐγῶν heliacal rising, Theo Sm.p.137 H.
German (Pape)
[Seite 1259] ἡ, 1) Schein, Licht, Glanz. – 2) = φάσις, Erscheinung, Sp. – 3) ein durch Lichter, durch Fackeln gegebenes Zeichen, ein Signalfeuer, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
φαῦσις: -εως, ἡ, (φάω) φωτισμός, ἔστωσαν εἰς φαῦσιν· ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ, ὥστε φαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς, περὶ τῶν φωστήρων τοῦ οὐρανοῦ, τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης, Ἑβδ. (Γεν. Αϳ, 15, Ἔξ. ΚΖϳ, 6, κ. ἀλλ.).
Greek Monolingual
-αύσεως, ἡ, ΜΑ
1. φως, λάμψη
2. φωτισμός («ἀντὶ γὰρ τοῦ φωτισμοῦ τὴν φαῡσιν εἴρηκε», Βασ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰF- < ΙΕ ρίζα bhә2-w- «λάμπω, φωτίζω» (βλ. λ. φως) + κατάλ. -σις].