δενδρώδης

From LSJ
Revision as of 06:29, 26 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδρώδης Medium diacritics: δενδρώδης Low diacritics: δενδρώδης Capitals: ΔΕΝΔΡΩΔΗΣ
Transliteration A: dendrṓdēs Transliteration B: dendrōdēs Transliteration C: dendrodis Beta Code: dendrw/dhs

English (LSJ)

δενδρῶδες,
A = δενδροειδής, tree-like, Arist.Long. 467b1, Dsc.4.164, 173, Heraclit.Incred.23.
2 δ. Νύμφαι woodnymphs, AP7.196 (Mel.).
3 wooded, ὄρη Hp.Aër.13.

Spanish (DGE)

-ες
1 arboriforme de plantas (φυτὰ) τὰ μὴ ἐπέτεια ἀλλὰ δενδρώδη Arist.Long.467b1, de un tipo de titímalo, Dsc.4.164, κλάδος Lyc.830
fig. de pers. ἐπὶ τὸ εὐσεβεῖν παρακαλέσας (ἀνθρώπους) πετρώδεις ὄντας καὶ δενδρώδεις de Orfeo, Heraclit.Par.23.
2 arbóreo Νύμφαι AP 7.196 (Mel.), Δάφνη ... δενδρώδεα ῥῆξον ἰωήν Dafne ... lanza un grito arbóreo Nonn.D.15.300.
3 boscoso, cubierto de árboles ὄρεα Hp.Aër.13, cf. Orph.A.465; cf. δενδροειδής.

German (Pape)

[Seite 546] ες, baumartig, Diosc.; νύμφαι, Baumnymphen, Mel. 111 (VII, 196).

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 boisé;
2 de la nature des arbres;
3 qui vit de la vie d'un arbre (nymphe, dryade).
Étymologie: δένδρον, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δενδρώδης -ες [δένδρον] rijk aan bomen. van de boom, boom-.

Russian (Dvoretsky)

δενδρώδης:
1 древовидный (φυτά Arst.);
2 древесный (νόμφαι Anth.).

Greek Monolingual

-ες (AM δενδρώδης, -ες) δένδρον
γεμάτος με δένδρα, δασώδης
αρχ.
1. ο όμοιος με δένδρο, ο δενδροειδής
2. (ως επίθ. τών Νυμφών) «δενδρώδεις Νύμφαι» — οι νύμφες του δάσους.

Greek Monotonic

δενδρώδης: -ες (εἶδος), ό,τι μοιάζει με δέντρο ή με τα χαρακτηριστικά αυτού· δενδρώδεις Νύμφαι, Νύμφες του Δάσους, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

δενδρώδης: -ες, =δενδροειδής, ὅμοιος δένδρῳ, Ἀριστ. π. Μακροβ. 6, 7, Διοσκ. 4. 175. 2) δενδρ. Νύμφαι, νύμφαι τῶν δασῶν, Ἀνθ. Π. 7. 196. 3) δασώδης, ὄρη Ἱππ. Ἀέρ. 289.

Middle Liddell

εἶδος
tree-like: δενδρ. Νύμφαι wood-nymphs, Anth.