στρογγυλοπρόσωπος
From LSJ
τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals
English (LSJ)
στρογγυλοπρόσωπον, round-faced, Arist.HA495a2, Phgn.807b33, PPetr.3p.4 (iii B.C.), PCair.Zen.76.9 (iii B.C., τρ-), PGrenf.1.25 (2).12 (ii B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 955] mit rundem Gesichte, Arist. H. A. 1, 6 physiogn. 3.
Russian (Dvoretsky)
στρογγῠλοπρόσωπος: круглолицый Arst.
Greek (Liddell-Scott)
στρογγῠλοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων στρογγύλον πρόσωπον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 4, Φυσιογν. 3, 5.
Greek Monolingual
-η, -ο / στρογγυλοπρόσωπος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει στρογγυλό πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. μικροπρόσωπος.