ἐρημῖτις
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
Greek Monolingual
ερημίτης, ο, θηλ. ερημίτις και ερημίτισσα (AM ἐρημίτης, θηλ. ἐρημῖτις, -ιδος, Μ και ἐρημήτρια) έρημος
αυτός που ζει στην έρημο, απομονωμένος
νεοελλ.
(ορυκτ.) ορυκτό, φωσφορικό άλας δημητρίου, λανθανίου και θορίου
παρουσιάζεται σε γενικά μικρούς και πλατείς κρυστάλλους χρώματος κόκκινου, υποκαστανόχρου
νεοελλ.-μσν.
1. μοναχός, καλόγηρος, ασκητής, αναχωρητής, ησυχαστής
2. εκκλ. ονομασία που δόθηκε σε μοναχούς, οι οποίοι ζούσαν σε κοινότητα, αλλά ήταν απομονωμένοι σε κελλιά
αρχ.
φρ. «ἐρημίτης ὄνος» — ο άγριος όνος της ερήμου (ΠΔ).