εμφύω

From LSJ
Revision as of 14:26, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμήcustomary price of artaba

Source

Greek Monolingual

(AM ἐμφύω)
1. φυτρώνω ή φυτεύω μέσα σε κάτι
2. μέσ. προσκολλώμαι σε κάτι ή σε κάποιον, γατζώνομαι, πιάνομαι («παλαιστρικῶν ἀνδρῶν τεχνωμένων κνήμαιν περιπλέγδην ἐμφύεσθαι», Ευστ.)
μσν.
1. ενεργ. κάνω να φυτρώσει
2. μέσ. ξεφυτρώνω, παρουσιάζομαι ξαφνικά
3. γίνομαι, καθίσταμαι
αρχ.
1. εμβάλλω, εμφυτεύω
2. φυτρώνω πάνω σε κάτι («ὅθι τε πρῶται τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι», Ομ. Ιλ.)
3. μτφ. είμαι έμφυτος
4. γεννιέμαι, αναπτύσσομαι
5. παίρνω το μέρος κάποιου, πρόσκειμαι σε κάποιον ευνοϊκά
6. μέσ. προσκολλώμαι πνευματικά κάπου, πρόσκειμαι
7. (η μτχ, παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐμπεφυκὼς, -υῖα, -ός
έμφυτος
8. φρ. α) «ἐμπεφυκὼς πόνος» — σταθερός πόνος
β) «ὀδὰξ ἐμφύομαι» — χώνω βαθιά τα δόντια, δαγκώνω δυνατά.