ετέρωσε
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
Greek Monolingual
ἑτέρωσε (ΑΜ)
επίρρ. μσν. με άλλον τρόπο, αλλιώς
αρχ.
1. προς το άλλο μέρος («ἔνθεν μέν... ἑτέρωσε δέ», Πλάτ.)
2. (με ρήμ. κινήσεως) στο άλλο μέρος, απέναντι («οἱ δ' ἑτέρωσε καθῖζον», Ομ. Ιλ.)
3. προς άλλο μέρος, αλλού («ἑτέρωσε τρέχων», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετέρως + επιρρ. κατάλ. -σε, πρβλ. άλλο-σε].