υποβιβασμός

From LSJ
Revision as of 14:50, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο / ὑποβιβασμός, ΝΜΑ υποβιβάζω
νεοελλ.-μσν.
η τοποθέτηση σε κατώτερη μοίρα («ἀφῖκται εἰς ὑποβιβασμὸν καὶ ταπείνωσιν», Κύριλλ.)
νεοελλ.
1. (σχετικά με πρόσ.) υποβάθμιση στην ιεραρχία, στο αξίωμα («το αδίκημά του επισύρει υποβιβασμό ή απόλυση»)
2. (δημ. δίκ.) η κατά έναν βαθμό κάθοδος της βαθμολογικής ιεραρχικής κλίμακας ύστερα από απόφαση του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου
3. μείωση της σημασίας ή της αξίας, υποβάθμιση («ο υποβιβασμός της δημόσιας ζωής»)
αρχ.
1. κένωση, κάθαρση του πεπτικού συστήματος
2. πέψη τών τροφών.