υπήνεμος
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπήνεμος, -ον, ΝΜ
απάνεμος, προφυλαγμένος από τον άνεμο (α. «υπήνεμο λιμάνι» β. «ἐκβάντες δ' ἐπὶ θῖνα βαθὺν καὶ ὑπήνεμον ἀκτήν», Θεοκρ.)
νεοελλ.
φρ. «υπήνεμο κύμα»
(μετεωρ.) κυματοειδής διαμόρφωση τών αέριων ρευμάτων, η οποία εκδηλώνεται κατά την κατακόρυφη διεύθυνση στην υπήνεμη πλευρά τών οροσειρών
αρχ.
1. ήπιος, ελαφρός («ὑπήνεμος αὔρα», Ευρ.)
2. γρήγορος σαν τον άνεμο
3. ὑπηνέμιος, μάταιος («ὑπήνεμοι ἐπιθυμίαι», Αλκίφρ.)
4. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑπήνεμος·απάνεμος τόπος.
επίρρ...
υπηνέμως και υπήνεμα Ν
απάνεμα, με προστασία από τον άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ήνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. δı-ήνεμος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Το επίρρ. υπηνέμως μαρτυρείται από το 1824 στα Έγγραφα Ελληνικής Κυβερνήσεως].