προσπορπατός
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
προσπορπατή, προσπορπατόν, fastened on or to with a πόρπη, pinned down, δεσμῷ A.Pr.142 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 779] (adj. verb. zu προσπορπάω), (mit der Spange) angesteckt, angeheftet, οἵῳ δεσμῷ προσπορπ., Aesch. Prom. 141.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fixé litt. agrafé contre.
Étymologie: πρός, πορπάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσπορπατός -ή -όν [πρός, πορπάω] vastgenageld.
Russian (Dvoretsky)
προσπορπᾱτός: пристегнутый, привязанный (δεσμῷ Aesch.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, θηλ. και -ός, Α
προσαρμοσμένος, καρφωμένος με πόρπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πορπῶ (< πόρπη) + επίθημα -τος].
Greek Monotonic
προσπορπᾱτός: -ή, -όν (πορπάω), στερεωμένος με πόρπη, καρφιτσωμένος, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
προσπορπᾱτός: -ή, -όν, προσπεπατταλευμένος, κεκαρφωμένος, οἵῳ δεσμῷ προσπορπατὸς τῆσδε φάραγγος σκοπέλοις ἐν ἄκροις Αἰσχύλ. Πρ. 141.
Middle Liddell
προσ-πορπᾱτός, ή, όν πορπάω
fastened on with a πόρπη, pinned down, Aesch.