ἔπανδρος

From LSJ
Revision as of 12:54, 11 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔπανδρος Medium diacritics: ἔπανδρος Low diacritics: έπανδρος Capitals: ΕΠΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: épandros Transliteration B: epandros Transliteration C: epandros Beta Code: e)/pandros

English (LSJ)

ἔπανδρον, (ἀνήρ) manly, Demad.37, Phld.Ir.p.65 W., Vett. Val.14.24, al.; πρᾶξις D.S.4.50; ἐργασία IG4.951 (i B.C.); τὸ ἔ. masculine spirit, Corn.ND20; ἔργα Hierocl.p.63 A. (Comp.). Adv. ἐπάνδρως S.E.M.11.107; ἀγωνίσασθαι CIG4239 (Tlos), cf. SIG709.6 (Cherson., ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 901] mannhaft, einem Manne geziemend, πρᾶξις D. Sic. 4, 50; μουσική Sext. Emp. adv. mus. 15; von einem Manne, ἔπ. καὶ ἀῤῥενουργός Nicomach. in Phot. bibl. p. 144, 15; – τὸ ἔπανδρον, männliches Wesen, Palaeph. – Adv., ἐπ. ἀγωνίζεσθαι Sext. Emp. adv. eth. 107.

Russian (Dvoretsky)

ἔπανδρος: мужской, подобающий мужчине, мужественный (πρᾶξις Diod.; μουσική Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔπανδρος: -ον, (ἀνὴρ) ἀνδρικός, Διόδ. 4. 50, Συλλ. Ἐπιγρ. 5879.7· τὸ ἔπανδρον, τὸ ἀνδρικόν, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 20. - Ἐπίρρ. ἐπάνδρως, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 107, Συλλ. Ἐπιγρ. 4239.

Greek Monolingual

ἔπανδρος, -ον (Α)
1. αυτός που αρμόζει σε άνδρα, ανδροπρεπής, ανδρικός («φασὶν ἔπανδρον καὶ μνήμης ἀξίαν ἐπιτελέσασθαι πρᾱξιν», Διόδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔπανδρον
ανδρικό, αρρενωπό παράστημα.
επίρρ...
ἐπάνδρως
ανδρικά, γενναία, με ανδρικό φρόνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ανδρος (< ανήρ), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. άνανδρος, εύανδρος)].

Translations

manly

Arabic: ⁧رُجُولِيّ⁩; Armenian: առնական; Bengali: মরদ; Bulgarian: мъжки; Cantonese Cantonese: 男氣/男气; Catalan: viril; Chinese Mandarin: 男子氣/男子气; Czech: mužný, mužský; Danish: mandlig; Dutch: mannelijk; Finnish: miehekäs; French: viril; Georgian: კაცური, მამაკაცური, ვაჟკაცური; German: männlich; Greek: αντρίκειος, αρρενωπός, ανδροπρεπής; Ancient Greek: ἀρρενοπρεπής, ἀρρενώδης, ἀρρενῶδες, ἀγηνόρειος, ἀγανόρειος, ἀγήνωρ, ἔπανδρος, ἀνδρικός, ἀρρενωπός, ἀνδρήιος, ἀνδρεῖος, ἀνδρώδης, ἀνδρῶδες; Hebrew: ⁧גַּבְרִי⁩; Hungarian: férfias; Indonesian: jantan; Irish: fearúil; Japanese: 男らしい; Kurdish Central Kurdish: ⁧پیاوانە⁩; Latin: masculus; Lithuanian: výriškas; Maori: whakatāne; Middle English: manly; Norwegian Bokmål: mannlig; Nynorsk: mannleg; Occitan: masculin; Old English: werlīċ; Ottoman Turkish: ⁧مردانه⁩; Pashto: ⁧نر⁩, ⁧نارينه⁩; Persian: ⁧مردانه⁩; Polish: męski, mężny; Portuguese: varonil, viril; Romanian: masculin, bărbătesc, viril, bărbătos; Russian: мужественный, мужеподобный, мужской; Samogitian: vīrėšks; Sanskrit: वृषन्; Scottish Gaelic: fearail, duineil, tapaidh; Spanish: varonil; Swedish: manlig; Turkish: erkeksi; Yiddish: ⁧מענלעך⁩