σπυρίδιον

From LSJ
Revision as of 11:15, 23 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπῠρίδιον Medium diacritics: σπυρίδιον Low diacritics: σπυρίδιον Capitals: ΣΠΥΡΙΔΙΟΝ
Transliteration A: spyrídion Transliteration B: spyridion Transliteration C: spyridion Beta Code: spuri/dion

English (LSJ)

[ῐδ], τό, Dim. of σπυρίς, Ar.Ach.453,469, Pherecr.52, PSI4.428.26 (iii B.C.): later σφῠρίδιον, Arch.Pap.6.220 (iii B.C.), PTeb.120.77 (i B.C.).

German (Pape)

[Seite 926] το, dim. von σπυρίς; δός μοι σπυρίδιον διακεκαυμένον λύχνῳ, Ar. Ach. 428, wo der Schol. bemerkt ὅτι οἱ πρεσβῦται διὰ τὸ μόλις βαδίζειν ἐν σπυρίδι κρύπτουσι τὸν λύχνον ὥςτε σώζειν τὸ πῦρ, u. ib. 445 εἰς τὸ σπυρίδιον ἰσχνά μοι φυλλεῖα δός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπυρίδιον -ου, τό, demin. van σπυρίς, mandje, korfje.

Russian (Dvoretsky)

σπῠρίδιον: (ῐδ) τό плетеночка, корзинка Arph.

Greek Monolingual

και σφυρίδιον και σφυρίδον και σφυρίδιν και σφυρίτιν, τὸ, Α σπυρίς, -ίδος / σφυρίς
μικρή σπυράς, μικρό κομμάτι κοπριάς αιγοπροβάτων.

Greek Monotonic

σπῠρίδιον: [ῐ], τό, υποκορ. του σπυρίς, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σπῠρίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ σπυρίς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 453, 469, Φερεκρ. ἐν «Ἐπιλήσμονι» 3˙ - ὡσαύτως παρὰ Βυζ., σπυριδάλιον, τό.

Middle Liddell

Dim. of σπυρίς, Ar.