ἀποτήκω
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
melt away from, αὐτῆς τῆς φύσεως ἀ. meltaway a part of.., Pl.Ti.65d; τετυλωμένα βλέφαρα ἀ. reduce them, Dsc.5.99: metaph., Plu.2.451f:—Pass., ἀπετάκη αὐτοῦ τρία τάλαντα Hdt.1.50, cf. Epicur. Ep.2. p.49U.; ἀπετάκησαν οἱ μασθοί (prob. for ἀπετάθησαν,), Luc. DMort.28.2.
Spanish (DGE)
1 tr. en v. act. fundir, disolver c. gen. part. ὥστε ἀποτήκειν αὐτῆς τῆς φύσεως de manera que disuelven parte de la propia naturaleza (de la lengua) para explicar la insalivación y el gusto, Pl.Ti.65d, cf. Thphr.CP 6.1.4
•c. ac. en rel. c. lo mismo χυμούς Plu.2.913d
•ablandar, reblandecer τετυλωμένα βλέφαρα καὶ τραχέα Dsc.5.99
•en gener., fig. consumir, matar ἀποτῆξαι λιμῷ· οἷον ἀποκτεῖναι Phryn.PS p.31.
2 intr. en v. med.-pas. fundirse, derretirse de metales ἀπετάκη γὰρ αὐτοῦ τέταρτον ἡμιτάλαντον de la estatua de un león tras un incendio, Hdt.1.50, de hielo, nieve, τῶν ἄκρων ἀποτηκομένων fundiéndose sus aristas del pedrisco, Epicur.Ep.[3] 107, ἀποτήκεται ἀπὸ τῶν κλημάτων (la nieve) se derrite goteando desde las ramas Thphr.CP 5.13.6
•consumirse, desecarse Phot.α 2652
•en medic. fundirse, reblandecerse, licuarse ὅταν δ' ἀποτακῇ τὸ φάρμακον Hp.Steril.238, Superf.27, esp. del cerebro en ciertas enfermedades ὅταν ἀποτήκῃ ὁ ἐγκέφαλος πλεῖστον αὐτὸς ἀφ' ἑωυτοῦ Hp.Carn.16
•c. ac. de dir. difundirse, verterse τὸ δὲ ἀποτηκόμενον ὕδωρ el líquido que se difunde (a partir del cerebro reblandecido), Hp.Morb.Sacr.11.6, cf. 10.2, 3
•más gener. πυκνότητι τῆς πέτρας τὸ νοτερὸν καὶ ἀποτηκόμενον εἰς τὴν πηγὴν ἐκπιεζούσης por lo duro de la roca que impide la humedad y el vertido (de sustancias ajenas) en la fuente Plu.Crass.4.
German (Pape)
[Seite 330] zerschmelzen, durch Zerschmelzen verzehren, Plat. Tim. 65 d; pass., hinschwinden, ἀπετάκη Her. 1, 50; Luc. Mort. D. 28, 2.
French (Bailly abrégé)
ao.2 Pass. ἀπετάκην;
faire fondre ; Pass. être fondu, fondre ; p. ext. être réduit à rien.
Étymologie: ἀπό, τήκω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτήκω:
1 расплавлять, уничтожать плавкой (τῆς φύσεώς τι Plat.); pass. расплавляться (ἀπετάκη τρία τάλαντα Her.), перен. исчезать, пропадать Plut.;
2 растоплять, разжижать (τοὺς χυμούς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτήκω: μέλλ. -ξω, ἀποχωρίζω τι ἀπό τινος, δι’ ἀποτήξεως, τήκω, «λυώνω», ὥστε ἀποτήκειν αὐτῆς τῆς φύσεως Πλάτ. Τίμ. 65D, πρβλ. Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 1, 4· τετυλωμένα βλέφαρα ἀποτήκει καὶ σμήχει, μαλακώνει καὶ καθαρίζει, Διοσκ. 5.115: - Παθ., καταναλίσκομαι, χάνομαι, ἀπετάκη αὐτοῦ τρία τάλαντα Ἡρόδ. 1. 50· ἀπετάκησαν οἱ μισθοὶ (κατὰ Graev. ἀντὶ ἀπετάθησαν) Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 28. 2.
Greek Monolingual
(Α ἀποτήκω)
ρευστοποιώ κάτι λειώνοντας το
αρχ.
αφανίζω.