Ἀμφικτυονικός
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
English (LSJ)
Ἀμφικτυονική, Ἀμφικτυονικόν, Amphictyonic, belonging to the Amphictyons or their League, Ἀμφικτυονικαὶ δίκαι = trials in the court of Amphictyons, D.18.322: ἱερά offerings made at their meeting, Lexap.eund. 23.37; ἀμφικτυονικὸς πόλεμος D.18.143; τὰ χρήματα τὰ Ἀμφικτυονικά IG2.545.6; Ἀμφικτυονικὸν ἔγκλημα IG12(5).526.4 (Ceos, iii B. C.).
Spanish (DGE)
ἀμφικτυονική, ἀμφικτυονικόν
• Grafía: tb. c. mayúscula
anfictiónico, relativo a la anfictionía ἱερά sacrificios celebrados cuando se reúne su consejo Ley en D.23.37, ἀμφικτυονικὸν συνέδριον = consejo anfictiónico Plu.Them.20, Cim.8, ἀμφικτυονικὸς πόλεμος = guerra votada por la asamblea anfictiónica D.18.143, νόμοι D.H.4.25.3, ἀμφικτυονικὴ ἀγορά Scymn.601, ἀμφικτυονικὸν σύστημα Str.9.3.7, σύνοδος D.H.4.25.3, ἀμφικτυονικὸς λόγος Sud.s.u. Ἰσοκράτης (graf. Ἀμφικτυωνικός) y Φιλίσκος, ἀμφικτυονικὰ χρήματα = el tesoro de la liga anfictiónica, IG 22.1126.6 (IV a.C.)
•subst. τὸ Ἀμφικτυονικόν = la asamblea anfictiónica, IG 12(5).526.4 (Ceos III a.C.), Str.9.2.33.
French (Bailly abrégé)
Ἀμφικτιονικός. postér. Ἀμφικτυονικός;
ή, όν :
des Amphictions, amphictionique.
Étymologie: Ἀμφικτίονες.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀμφικτυονικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς Ἀμφικτύονας ἢ εἰς τὸν σύνδεσμον αὐτῶν, Ἀμφ. δίκαι, αἱ ἐν τῷ συνεδρίῳ αὐτῶν δίκαι, Δημ. 331. 29· ἱερὰ Ἀμφ., προσφοραὶ ἢ θυσίαι γινόμεναι κατὰ τὴν σύνοδον τῶν Ἀμφικτυόνων, Νόμ. παρὰ Δημοσθ. 632. 1· πόλεμος Ἀμφ. Δημ. 275. 20· τὰ χρήματα τὰ Ἀμφ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 7, πρβλ. 26· Ἀμφ. ἔγκλημα 2350. 4.
Greek Monotonic
Ἀμφικτυονικός: -ή, -όν, Αμφικτυονικός, αυτός που ανήκει στους Αμφικτύονες, σε Δημ.
Translations
amphictyonic
French: amphictyonique; Greek: αμφικτιονικός; Ancient Greek: Ἀμφικτυονικός; Portuguese: anfictiónico, anfictiônico; Spanish: anfictiónico, relativo a la anfictionía