δυσπιστέω
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
mistrust, τινί Plu.2.593a.
Spanish (DGE)
desconfiar, no creer, no dejarse convencer c. dat. τοῖς ὑπὸ Σιμμίου λεγομένοις αὐτοῦ Plu.2.593a, c. or. complet. ὅτι ἔρχονται οἱ ἐχθροί Mac.Aeg.Serm.B 48.4.8, sin rég. τὰ ... ἀφανῆ δυσπιστεῖν ποιεῖ las cosas ocultas provocan desconfianza, Corp.Herm.4.9, τί οὖν ὁ Γαβριὴλ πρὸς αὐτὴν δυσπιστοῦσαν; Hsch.H.Hom.6.3.1.
German (Pape)
[Seite 687] schwer glauben, τοῖς λεγομένοις Plut. gen. Socr. 23 A.
French (Bailly abrégé)
δυσπιστῶ :
f. δυσπιστήσω;
croire difficilement, τινι.
Étymologie: δυσ-, πιστός.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπιστέω: δυσπιστῶ, δὲν ἐμπιστεύομαι, τινι Πλούτ. 2. 593 Α.
Russian (Dvoretsky)
δυσπιστέω: с трудом верить, не доверять (τοῖς λεγομένοις Plut.).