ναυμάχος
From LSJ
English (LSJ)
Act., fighting at sea, AP 7.741 (Crin.), Ath. 4.154f, IG 3.1202.146 (iii AD).
German (Pape)
[Seite 231] zur See kämpfend, eine Seeschlacht liefernd, Crinag. 25 (VII, 741). – Aber ναύμαχος, zum Schiffskampfe, zur Seeschlacht gehörig, ξυστά, zum Seekampfe brauchbare Lanzenschäfte, Il. 15, 389. 877, wie δορατα, Her. 7, 89; Plut. Marc. 12.
Greek Monolingual
-ο (Α ναυμάχος, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που μάχεται στη θάλασσα, αυτός που παίρνει μέρος σε ναυμαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονομάχος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].
Russian (Dvoretsky)
ναυμάχος: (ᾰ) ведущий морское сражение nth.