ἱεροσκοπία
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
ἡ, divination by inspection of victims, ib.73, Iamb. VP19.93: Ion. -ιη Hp.Acut.8, Dioap.Orph.Fr.219.
German (Pape)
ἡ, das Beschauen und Deuten der Eingeweide der Opfertiere, DS. 1.73.
Russian (Dvoretsky)
ἱεροσκοπία: ἡ наблюдение за внутренностями жертвенных животных, т. е. предсказывание (по ним) будущего iod.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροσκοπία: ἡ, μαντεία ἐκ τῶν σπλάγχνων θύματος, Λατ. haruspicina, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384.
Greek Monolingual
ἡ (Α ἱεροσκοπία και ιων. τ. ἱεροσκοπίη) ιεροσκόπος
ιερομαντεία, μαντεία από τα σπλάχνα τών θυμάτων.