ἡμίφαυλος
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
ἡμίφαυλον, halfknavish, Luc.Bis Acc.8.
German (Pape)
[Seite 1171] halb schlecht, Luc. bis acc. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié vaurien.
Étymologie: ἡμι-, φαῦλος.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίφαυλος: (ῐ) наполовину негодный Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίφαυλος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ φαῦλος, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 8.
Greek Monolingual
ἡμίφαυλος, -ον (Α)
ο κατά το ήμισυ ή από πολλές απόψεις ή ώς ένα σημείο φαύλος, ο μισοαχρείος.
Greek Monotonic
ἡμίφαυλος: -ον, φαύλος κατά το ήμισυ, σε Λουκ.