ἐπιδιαιρέομαι
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
Middle Liddell
Mid. to distribute among themselves, Hdt.
French (Bailly abrégé)
partager entre soi.
Étymologie: ἐπί, διαιρέω, ἐπιδιαιρέω.
Greek Monotonic
Μέσ., διανέμουν μεταξύ τους, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
med. распределять между собой: ἐπιδιείλοντό σφεας αἱ ἕνδεκα πόλιεις Her. (эолийцы) поделили между собой одиннадцать городов (Ионии).