προμνηστῖνοι
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
αι,
A one by one, one after the other, προμνηστῖναι ἐπήϊσαν Od.11.233; προμνηστῖνοι ἐσέλθετε 21.230.
German (Pape)
[Seite 734] einzeln, Einer nach dem Andern, in einer Reihe hinter einander her; προμνηστῖναι ἐπήϊσαν, Od. 11, 233, wie προμνηστῖνοι ἐςέλθετε, μηδ' ἅμα πάντες, 21, 230; nach den alten Erklärern von μένω, statt προμενετῖνοι oder προμενέστινοι, Schol. Od., d. h. Jeder auf den Vorangehenden wartend, nicht alle zugleich, ἑξῆς καὶ ἐκ διαστημάτων ἀναμένουσαι ἀλλήλας.