ἀτευχής
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ἀτευχές, (τεῦχος) unequipped, unarmed, E.Andr.1119, AP9.320 (Leon.).
Spanish (DGE)
-ές
inerme ἀτευχῆ παῖδ' Ἀχιλλέως E.Andr.1119, de Afrodita AP 9.320.3 (Leon.), cf. Nonn.D.26.19, 27.120
•fig. desarmado, sin recursos contra una tentación, Serapio Off.Med.17.
• Diccionario Micénico: a-te-u-ke.
German (Pape)
[Seite 385] ές, unbewaffnet, Eur. Andr. 1118.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
non équipé, non armé.
Étymologie: ἀ, τεῦχος.
Russian (Dvoretsky)
ἀτευχής: невооруженный Eur., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτευχής: -ές, (τεῦχος) μὴ ὡπλισμένος, ἄοπλος, Εὐρ. Ἀνδρ. 1119, Ἀνθ. Π. 9. 320.
Greek Monolingual
ἀτευχής, -ές και ἀτεύχητος, -ον (Α) τεύχος
ο άοπλος.
Greek Monotonic
ἀτευχής: -ές (τεῦχος), μη οπλισμένος, άοπλος, σε Ευρ., Ανθ.· ομοίως, ἀ-τεύχητος, -ον, στον ίδ.
Middle Liddell
τεῦχος
unequipped, unarmed, Eur., Anth.