πολύθρηνος

From LSJ
Revision as of 22:07, 29 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύθρηνος Medium diacritics: πολύθρηνος Low diacritics: πολύθρηνος Capitals: ΠΟΛΥΘΡΗΝΟΣ
Transliteration A: polýthrēnos Transliteration B: polythrēnos Transliteration C: polythrinos Beta Code: polu/qrhnos

English (LSJ)

πολύθρηνον,
A much-wailing, αἰών A.Ag.714 (lyr.); ὕμνος ib.711 (lyr.); π. Ἀλκυών Luc.Halc.1; π. ὑάκινθος Nic.Th.902.
II much-lamented, παιδίον Him.Or.23.20 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 663] von od. mit vielen Thränen, thränenreich; ὕμνος, Aesch. Ag. 694; αἰών, 696; καὶ πολύδακρυς, Luc. Halc. 1; Nic. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se lamente beaucoup, plaintif ; en parl. d'un chant très plaintif.
Étymologie: πολύς, θρῆνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύθρηνος -ον [πολύς, θρῆνος] rijk aan weeklachten, jammerlijk.

Russian (Dvoretsky)

πολύθρηνος: весьма жалобный, горестный, скорбный (ὕμνος Aesch.; Ἀλκυών Luc.).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που αποτελείται από πολλούς θρήνους, από πολλά δάκρυα («πολύθρηνον αἰῶν», Αισχύλ.)
2. πολυθρήνητος («πολυθρηνότερον παιδίον», Ιμέρ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + θρῆνος (πρβλ. αξιόθρηνος)].

Greek Monotonic

πολύθρηνος: -ον, εξαιρετικά θρηνητικός, κλαψιάρικος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύθρηνος: -ον, ὁ πολὺ θρηνῶν, αἰὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 714· ὕμνος αὐτόθι 711· π. Ἀλκυὼν Λουκ. Ἀλκ. 1· π. ὑάκινθος Νικ. Θηρ. 902.

Middle Liddell

πολύ-θρηνος, ον,
much-wailing, Aesch.