ἐθελοπρόξενος
Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.
English (LSJ)
ἐθελοπρόξενον, one who voluntarily charges himself with the office of πρόξενος (q.v.) to a foreigner or foreign state, Th.3.70.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ próxeno voluntario o espontáneo τῶν Ἀθηναίων tal vez por oposición al hereditario, Th.3.70.
German (Pape)
[Seite 718] der sich selbst zum πρόξενος einer Stadt macht, ohne dazu erwählt u. beauftragt zu sein, Thuc. 3, 70.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
proxène volontaire.
Étymologie: ἐθέλω, πρόξενος.
Russian (Dvoretsky)
ἐθελοπρόξενος: ὁ добровольно принимающий на себя обязанности проксена Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελοπρόξενος: -ον, «ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ γενόμενος (πρόξενος) καὶ μὴ κελευσθεὶς ἐκ τῆς πόλεως· οἱ γὰρ πρόξενοι κελευόμενοι ἐκ τῆς ἑαυτῶν πόλεως ἐγίνοντο» Σουΐδ.· - ἧν γὰρ Πειθίας ἐθελοπρόξενός τε τῶν Ἀθηναίων κτλ. Θουκ. 3. 70.
Greek Monolingual
ἐθελοπρόξενος, ο (Α)
αυτός που γίνεται πρόξενος μόνος του χωρίς να του ζητηθεί από την πόλη την οποία εκπροσωπεί.
Greek Monotonic
ἐθελοπρόξενος: -ον, αυτός που εκούσια (από μόνος του) προσφέρεται για το αξίωμα του προξένου (βλ. αυτ.), σε Θουκ.
Middle Liddell
ἐθελο-πρόξενος, ον
one who voluntarily charges himself with the office of πρόξενος (q.v.), Thuc.
Lexicon Thucydideum
voluntarius hospes publicus, voluntary public guest, 3.70.3 (de Pythia Corcyraeo concerning the Corcyrean Pythias).